ῥαβδοφόροι

ῥαβδοφόροι
ῥαβδοφόρος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραβδοφόρος — α, ο / ῥαβδοφόρος, ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ῥαβδηφόρος, ον, Α 1. αυτός που φέρει ράβδο 2. (στην αρχ. Αθήνα, στη Ρώμη και την Αίγυπτο) (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ραβδοφόροι οι ραβδούχοι («ἦσαν ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν… …   Dictionary of Greek

  • αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • λίκτορες — (lictori). Ακόλουθοι ραβδοφόροι, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, οι οποίοι συνόδευαν τους Ρωμαίους αξιωματούχους. Αποτελούσαν ένα σώμα από τρεις δεκάδες (Decuriae), εκ των οποίων η πρώτη προοριζόταν αποκλειστικά για τους ύπατους. Οι αξιωματούχοι και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”